ανατομική

ανατομική
η
βλ. ανατομικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνατομικῇ — ἀνατομικός relating to anatomy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομική — ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπαϊωάννου, Λουκάς — (1831 – 1890). Κορυφαίος Έλληνας γιατρός και συγγραφέας ιατρικών έργων. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1856), και μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρώπη. Άσκησε το επάγγελμά του στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αράχοβα …   Dictionary of Greek

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • Χάντερ — (Hunder). Επώνυμο 2 Άγγλων γιατρών. 1. Ουίλιαμ (1718 – 1783). Διάσημος ανατόμος. Αρχικά σπούδασε θεολογία στη Γλασκόβη και έπειτα ιατρική. Το 1746 διαδέχτηκε τον Σαρπ στη διδασκαλία της ανατομικής στη Χειρουργική Εταιρεία του Ναυτικού. Το 1764… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… …   Dictionary of Greek

  • βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με …   Dictionary of Greek

  • Βλησίδης, Θρασύβουλος — (Νάξος 1886 – 1964).Βιολόγος και φυσιοδίφης. Υπήρξε εισηγητής της διδασκαλίας της βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος καθηγητής της σχετικής έδρας από το 1939 έως το 1956. Ίδρυσε το εργαστήριο γενικής βιολογίας. Άφησε ημιτελές σύγγραμμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”